ἐπικίνδυνον

ἐπικίνδυνον
ἐπικίνδυνον
ἐπικίνδῡνον , ἐπικίνδυνος
in danger: masc /fem acc sg
ἐπικίνδῡνον , ἐπικίνδυνος
in danger: neut nom /voc /acc sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικίνδυνον — ἐπικίνδῡνον , ἐπικίνδυνος in danger masc/fem acc sg ἐπικίνδῡνον , ἐπικίνδυνος in danger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бѣдьно — (49) нар. 1.Опасно, беда: не добро ѥсть ни полезно. нъ бѣдно. и вражебно. оучимымъ избирати наставника по своѥм(о)у хотѣнию. (ἐπικίνδυνον) ПНЧ 1296, 41 об.; велми бѣдно нынѣ нѣ кающимъсѩ. даже не постигнѣть см҃рть. ПрЛ XIII, 33в; ѥще же и ѡ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επικίνδυνος — η, ο (Α ἐπικίνδυνος, ον) [κίνδυνος] 1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα») 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.) 3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων… …   Dictionary of Greek

  • Αρβάλης, Παναγιώτης — (Τρίπολη 1779 – Βυτίνα 1821).Φιλικός. Έμπορος στο επάγγελμα, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην προετοιμασία του Αγώνα. Το 1819, σε ηλικία 40 ετών, κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικηφόρο Παμπούκη και διορίστηκε ταμίας της Εφορείας που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”